- αυτοσχεδίαστος
- η , ο [ος , ον ]1) импровизированный; 2) самодельный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αὐτοσχεδιαστοῖς — αὐτοσχεδιαστός extemporary masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιαστούς — αὐτοσχεδιαστός extemporary masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοσχέδιος — αυτοσχέδιος, α, ο και αυτοσχεδίαστος, η, ο αυτός που έγινε χωρίς προηγούμενο σχέδιο, ο πρόχειρος: Η βόμβα ήταν αυτοσχέδια, γι αυτό και δεν έσκασε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)